- υπέρξηρος
- -ον, Α [ξηρός]ο υπέρμετρα ξηρός, κατάξηρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπέρξηρος — exceedingly dry masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερξήρῳ — ὑπέρξηρος exceedingly dry masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρξηρα — ὑπέρξηρος exceedingly dry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HYPERBOREI populi — et montes, qui et Riphaei, ultra Scythiam, teste Arist. Virg. Georg. l. 3. v. 196. et 381. Vett. hos circa Tanais fluv. fontes describunt, cum ibi maxima sit planities. Argumenti ratio postulat (inquit H. Iacobius) ut in Hyperboreorum sedes… … Hofmann J. Lexicon universale
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek